σφήττιος

σφήττιος
-ία, -ον, Α [Σφηττός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σφηττό, δήμο τής Ακαμαντίδος φυλής στην Αττική
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Σφήττιος, ἡ Σφηττία
αυτός που κατάγεται από τον Σφηττό
3. παροιμ. φρ. «ὄξος σφήττιον» — λεγόταν για τους κατοίκους τού δήμου Σφηττού, τους οποίους κατηγορούσαν ως εριστικούς και συκοφάντες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σφήττιος — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφηττίοις — Σφήττιος in masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφηττίου — Σφήττιος in masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφηττίῳ — Σφήττιος in masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφήττιοι — Σφήττιος in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφήττιον — Σφήττιος in masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”